περιμέτρηση

περιμέτρηση
η / περιμέτρησις, -ήσεως, ΝΑ [περιμετρώ]
νεοελλ.
η περιμετρία
αρχ.
το να μετράει κανείς την περιφέρεια κυκλικού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”